- κάλφα
- ηη προϊσταμένη τών θεραπαινίδων στα ανάκτορα τών Τούρκων σουλτάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκικής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Kalfa — or Kalfas (Greek: Κάλφα) also with the second a accented is a Greek village built over two mountains in the southern Achaea prefecture. Drosia is located south of Patras, west of Kalavryta, northwest of Tripoli, north of Lampeia and northeast of… … Wikipedia
καλφαλίκι — το 1. η μαθητεία κάποιου ως βοηθού σε τεχνίτη, προϊστάμενος σε αρχιτεχνίτη, μάστορα 2. η αμοιβή τού κάλφα κατά παραγόμενο τεμάχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλφας + λίκι*] … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek